- κληδόνισμα
- κληδόν-ισμα, ατος, τό,A sign, omen, Luc. Pseudol.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κληδόνισμα — κληδόνισμα, τὸ (Α) [κληδονίζω] μαντικό σημείο, οιωνός («ὑπὸ πονηρῷ τῷ πρώτῳ καὶ δυσφήμῳ κληδονίσματι», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κληδονίσματι — κληδόνισμα sign neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)